ἀνωδύρατο

ἀνωδύρατο
ἀνοδύρομαι
break into wailing
plup ind mp 3rd pl (epic)
ἀνωδύ̱ρατο , ἀνοδύρομαι
break into wailing
aor ind mp 3rd sg
ἀνοδύρομαι
break into wailing
plup ind mp 3rd pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περικαταρρήγνυμι — Α 1. σχίζω κάτι γύρω γύρω, σχίζω τελείως, καταξεσχίζω 2. μέσ. περικαταρρήγνυμαι σχίζω και αποσπώ κάτι που μού ανήκει («περικατερρήξατό τε τὸν ἄνωθεν πέπλον καὶ ἀνωδύρατο», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καταρρήγνυμι «σχίζω, συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”